- αἰγονόμος
- αἰγο-νόμος, ον,A = αἰγινόμος, AP7.397 (Eryc.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγονόμος — αἰγονόμος, ον (Α) ο αιγινόμος* … Dictionary of Greek
αἰγονόμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγονόμοι — αἰγονόμος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγονόμοις — αἰγονόμος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγονόμου — αἰγονόμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
αιγινόμος — αἰγινόμος, ον (και αἰγονόμος) (Α) αυτός που βόσκει κατσίκες, ο αιγοβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ, γὸς + νόμος < νέμω, «βόσκω»] … Dictionary of Greek
αιγονομώ — ( έω) [αἰγονόμος] βόσκω κατσίκες … Dictionary of Greek